- ἐπερέφω
- ἐπερέφω,A put a cover upon, roof,
εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επερέφω — ἐπερέφω (Α) στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπέρεψα — ἐπερέφω put a cover upon aor ind act 1st sg (epic ionic) ἐπιρρέπω lean towards aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)